«Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται» – Κοινές επιθυμίες και αποκλίνουσες ζωές
«Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται» (Portrait de la jeune fille en feu)
Σκηνοθεσία: Σελίν Σιαμά
Πρωταγωνιστούν: Νεομί Μερλάν, Αντέλ Ενέλ
Γαλλία, 2019
– Τώρα πια σε ξέρω καλύτερα.
– Τώρα πια έχω αλλάξει κι εγώ.
Μπροστά σ’ ένα ζωγραφικό πίνακα, δυο γυναίκες παρατηρούν το αποτέλεσμα της ψυχολογικής ζύμωσης ανάμεσά τους, μετά από αρκετές μέρες εντεταλμένης συνύπαρξής τους, που εξελίχθηκε σε συνεργασία και που ολοκληρώθηκε σε βαθιά προσωπική σχέση. Η υπέρβαση της ανάθεσης μιας επαγγελματικής διεκπεραίωσης ενός έργου σε προσωπική δημιουργία. Η ζωγράφος και το μοντέλο της. Η ελεύθερη, μοναχική καλλιτέχνιδα και η κόρη μιας ευκατάστατης οικογένειας. Δύο γυναίκες με διαφορετικές ζωές που μοιάζουν τόσο βαθιά.
Κάποιες περασμένες εποχές, στα συνοικέσια μεταξύ των γόνων από ευγενείς οικογένειες, ο άντρας έπρεπε πρώτα να λάβει το πορτραίτο της υποψήφιας συζύγου, άγνωστης γυναίκας γι ‘αυτόν, από την οικογένειά της ώστε ν’ αποφάσιζε αν θα την παντρευόταν. Η Μαριάν έχει προσληφθεί από μια κοντέσα για να ζωγραφίσει την κόρη της, την Ελοΐζ, με σκοπό την αποστολή του πορτραίτου της σ’ έναν άγνωστο άντρα. Από τη Βρετάνη στο Μιλάνο, τον 18ο αιώνα. Κι αν, όμως, η νεαρή γυναίκα δεν συγκατατίθεται στα σχέδια της οικογένειάς της; Η Ελοΐζ αρνείται να ποζάρει κι η Μαριάν συστήνεται ως μια συνοδός, σαν μια συντροφιά στη μοναξιά αυτής της νέας, αψιάς και κλειστής γυναίκας. Και τα βράδια, μέσα στη δική της μοναξιά πια στο ατελιέ, απεικονίζει το απόσταγμα των καθημερινών αναμνήσεών της, από τις σιωπές ανάμεσά τους, τα λίγα λόγια που έχουν ειπωθεί, την ενατένιση του ανοιχτού ορίζοντα, την εικόνα των αφρισμένων κυμάτων και τους ήχους της ανεμοδαρμένης ακτής. Από τα βλέμματά τους και την καταγραφή της αλλαγής τους, την ψυχική σύνδεση που αργά αλλά σταθερά ανθίζει. Από τη συνειδητοποίηση της κοινής προδιαγεγραμμένης κοινωνικής μοίρας τους σ’ έναν πατριαρχικό κόσμο, του να μην μπορούν να είναι ο εαυτός τους: η μία προορίζεται για κτήμα ενός άντρα κι η άλλη, αναγκάζεται να υπογράφει τα έργα της με ανδρικό όνομα για να γίνονταν δεκτά στις εκθέσεις. Και από την κοινή επιθυμία της άρνησης του ρόλου του ειδώλου για τα κυρίαρχα αντρικά μάτια. Ποια μπορεί να είναι η κατάληξη αυτής της κοινής διάθεσής τους ν’ αρνηθούν την εξαργύρωση της τελικής εικόνας του πίνακα στον κόσμο εκείνης της εποχής;
Η Σελίν Σιαμά αφηγείται την ιστορία της, πρώτα απ’ όλα, μέσα από τις σιωπές και τις ματιές ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Σιωπές τόσο εύγλωττες που, όταν πια γίνονται λόγια, θαρρείς ότι επιβεβαιώνουν αυτά που έχουμε ήδη διαισθανθεί ότι έχουν άρρητα ειπωθεί, την εξέλιξη μιας εσωτερικής σύνδεσης ανάμεσά τους, από τη σύλληψή της στο ασυνείδητο των δύο γυναικών έως την έκφρασή της. Την εξέλιξη της προσωπογραφίας από την όσο πιο ακριβή απεικόνιση των χαρακτηριστικών του προσώπου έως την εμφύσηση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας σ’ αυτήν. Έχουμε την αίσθηση μιας διαφορετικής διάρκειας του χρόνου που παρέρχεται από βλέμμα σε βλέμμα, από πλάνο σε πλάνο των δύο προσώπων, από το ρεαλιστικό χρόνο των συγκεκριμένων ωρών των πρωινών στην παραλία ή των βραδινών μέσα στο μεγάλο σπίτι. Οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες βιώνονται αλλιώς, θαρρείς σαν να επιμηκύνονται, από τις δύο ηρωίδες κι από εμάς τους θεατές. Η Σιαμά μας μεταδίδει αυτόν τον ψυχολογικό χρόνο όπως βιώνεται από τις δυό γυναίκες όπου μέσα του χωράνε το πλησίασμα, η κατασίγαση κάθε επιφυλακτικότητας, η προσδοκία, και η επιθυμία. Μέσα σ’ αυτόν το χρόνο, η καθεμιά γνωρίζει όλο και περισσότερο τον εαυτό της μέσα από την άλλη, σαν να καθρεφτίζεται, θαρρείς, η μία μέσα στα μάτια της άλλης, αλλάζοντας, συνάμα, η μία μέσα από την άλλη.
Η Σιαμά αφηγείται αυτήν τη βαθιά φεμινιστική ιστορία με τους άντρες κυριολεκτικά απόντες, ωστόσο κυρίαρχους, με τη σκιά της σκέψης τους να πέφτει βαριά μέσα στον ψυχισμό των γυναικών. Μια κοινωνία όπου όλες οι γυναίκες, κυρίες και υπηρέτριες, συνεργάζονται μεταξύ τους, αδιαφορώντας για τις ταξικές διαφορές που τις χωρίζουν, μοιράζοντας το βάρος της καταπίεσης που βιώνουν και το βάρος της θλίψης για εκείνη την άλλη ζωή, την αληθινή, που δεν βιώνουν. Ένα βράδυ στην παραλία, γύρω από μια φωτιά, όλες οι γυναίκες αυτού του τόπου, τραγουδάνε, σαν να έχουν μια κοινή φωνή, “Fugere non possum” (δεν μπορούμε ν’ αποδράσουμε), σ’ έναν απόκοσμο ύμνο γυναικείας αλληλεγγύης, που, ακούγοντάς τον, διεισδύει μέσα μας και ανατριχιάζουμε. Οι εικόνες της Σιαμά, οι τόνοι της φωτογραφίας, οι εναλλαγές των πρωινών πλάνων στο φυσικό φως με τα υποφωτισμένα βραδινά πλάνα από το φως των κεριών ή του τζακιού, όλα θυμίζουν πίνακες ζωγράφων όπως του Βερμέερ ή του Καραβάτζιο, για παράδειγμα. Μας χαρίζει άλλη μια αξέχαστη, μοναδική σκηνή που την παρακολουθούμε με ορθάνοιχτα μάτια, με συγκίνηση και υπόγεια φρίκη, όπου ένα μωρό κρατάει σφιχτά το μπράτσο μιας γυναίκας την ώρα της έκτρωσης, στο φως των κεριών. Επιπλέον βασίζεται στην εξαιρετική ερμηνεία της Νεομί Μερλάν στο ρόλο της ζωγράφου, με το βλέμμα της να εκφράζει με την πιο άμεση ευκρίνεια ό,τι πιο μύχιο έχει μέσα του αυτός ο χαρακτήρας της ταινίας.
Καθώς, όμως, οδεύουμε προς το φινάλε, οι ηρωίδες μιλάνε όλο και πιο πολύ, λέγοντας όλο και πιο λίγα. Η κατάληξη θεωρείται δεδομένη αλλά δεν μας μεταδίδεται. Οι κρίσιμες αποφάσεις ή η κρίσιμη αποφυγή τους, παραλείπονται. Το πολύτιμο, ζωτικό δώρο της μιας στην άλλη, ό,τι μοιράστηκαν και θα φυλάνε μέσα τους για πάντα, θαρρείς, πια, περιγράφεται περισσότερο σεναριακά, παρά το υπέροχο κλείσιμο που μοιάζει ξεκομμένο. Η Σιαμά δημιουργεί ένα πολύ όμορφο, ατμοσφαιρικό, πορτραίτο για ένα μεγάλο μέρος της ταινίας αλλά ταυτόχρονα νιώθουμε ότι δεν εμφύσησε σ’ αυτό κάτι πιο βαθύ από την προσωπικότητα των προσώπων της, παρά μόνο ότι μας έκανε την περιγραφή τους, μας τις γνώρισε μέχρι εκεί που θ’ αρχίζαμε να επικοινωνούμε μαζί τους.
Μια καλή ταινία, με σπουδαία εικαστικότητα και τόση ευαισθησία και ακρίβεια στη σύλληψη των στιγμών, ωστόσο, είναι τόσο κρίμα που χάθηκε η ευκαιρία για μια μεγάλη ταινία.