Το πυροτέχνημα, ο μπουφόνος και το μπαμ
Θυμάται τον Ντεντέκτιβ Φάρσα να προσπαθεί να εξιχνιάσει την υπόθεση πορτοκαλί παπί. Θυμάται τον Ισμαήλ ποντίκι και την μέλισσα Ζουλιέτ μέσα στην βαλίτσα. Πώς να ξεχάσει τον Μπραμς και τον Ντραμς με τις μουσικές τους. Με συγκίνηση αναπολεί τον Μανολίτο, τον Ρίκο και τον Φλου, αλλά και παλιότερα, πολύ παλιότερα τον Φραουλή και τον Βασιλιά των βασιλιάδων όλων των παραμυθιών.
Μια ολόκληρη ζωή, η σχεδόν, έζησε σε έναν κόσμο που παρόλο που δεν ήταν ο πραγματικός, ήταν γι αυτόν ο τρόπος να ζήσει τόσες άλλες υπέροχες, διαφορετικές , τόσο ενδιαφέρουσες μαγικές ζωές.
Υπήρξαν στιγμές στην ζωή του που έπαιξε τόσο πολύ θέατρο που δεν τον ένοιαξε, μάλλον, δεν τον φόβισε κανείς και τίποτα.
Ήταν στη ζωή του η σκηνή, η αγία, ιερή και θεία σκηνή, ένας -βαθύς, πολύ βαθύς- εσωτερικός τόπος στον οποίο βίωσε αθανασία. Μια πραγματική immortality, που του θύμισε εκείνη την δύναμη, την αρχαία δύναμη με την οποία κατάφερε να αντιμετωπίσει και έτσι να λυτρωθεί ακόμη και από εκείνον τον πρωταρχικό φόβο της ζωής του, εκείνο τον υπέρτατο φόβο που βίωσε η μάνα του τη στιγμή που τον γέννησε και τον έφερε στον κόσμο.
Στη σκηνή, όλα ήταν δυνατά να συμβούν. Και αυτό γιατί το γέλιο των ανήλικων αλλά και ενήλικων συνοδών τους και όχι μόνο, τον γέμιζε με τη βεβαιότητα ότι ήταν πραγματικά πολύ τυχερός που εκείνες τις συγκεκριμένες στιγμές βρισκόταν με όλους αυτούς τους συγκεκριμένους και ιδιαίτερους ανθρώπους και ταξίδευαν μαζί σε τόπους από τις χίλιες και μια νύχτες και μέρες και μήνες και χρόνια. Ναι, με τα χρόνια εθίστηκε σε αυτό το γλυκύτατο νέκταρ των δακρυσμένων ενίοτε από τα γέλια υπέροχων ματιών των θεατών του.
Και μπορεί πολλές φορές πριν από την κάθε παράσταση του να ένιωθε σχεδόν τρόμο για τον μαραθώνιο που του έμοιαζε το ωριαίο αυτό θεατρικό του ταξίδι. Και μπορεί το άγχος με τα χρόνια να μην μειώθηκε αλλά δεν μειώθηκε καθόλου και η αρχαία δύναμη του να παρασέρνει τους θεατές του σε αυτό το τρελό παιχνίδι της αρχαίας τέχνης της τελετουργίας της θρησκείας του θεάτρου.
Το ένιωθε όταν οι ανήλικοι θεατές του του κλείνανε το μάτι σαν να του λέγαν με την αρχετυπική αγνότητα τους:
«Έλα, ας γίνουμε ένα πολύχρωμο πυροτέχνημα και ας σκάσουμε όλοι μαζί σε αυτόν τον ουρανό των θαυμάτων. Και καθώς θα σβήνουμε σαν αστέρια μαγείας, ας λυτρωθούμε όλοι μαζί και ταυτόχρονα σε αυτόν τον παράδεισο του γεμάτου από ήρωες, αντιήρωες, μπουφόνους, κούκλες, πλάσματα που για να τα συναντήσεις οφείλεις να είσαι απλώς έτοιμος για να ζήσεις τη στιγμή, το ξαφνικό, το αναπάντεχο, την έκπληξη, τη στιγμή που όσο και να φοβάσαι παρόλα αυτά θα πηδήξεις με ένα εντυπωσιακό σάλτο και θα γίνεις ένα μικρό χρωματάκι -σπουδαία απόχρωση- απο αυτό το εκκωφαντικά πανέμορφο “μπαμ”».
Υπήρξαν στιγμές που αυτός ο μπουφόνος, αυτός ο κοντός, μυώδης, με το μεγάλο κεφάλι και τα κοντά πόδια αντιήρωας δάκρυζε γιατί δεν άντεχε την τόση αγάπη από τα χιλιάδες χρώματα των συναισθημάτων. Δεν άντεχε την τόση ομορφιά.
Χανόταν συνειδητά στους αυτοσχεδιασμούς που τον οδηγούσαν οι θεατές του. Ναι, με τα χρόνια έμαθε να αφήνεται. Να αφήνεται και έτσι να γίνεται ένα με χιλιάδες μάτια, να γίνεται ένα με χιλιάδες γέλια, να γίνεται ένα με τις χιλιάδες φωνές που υμνούσαν εν χορώ την πραγματικότητα ενός παραδείσου γεμάτου από πλάσματα ονειρικά.
Ναι, μικρός σαν ήταν αυτός ο μπουφόνος θυμάται στα όνειρά του να πετά. Στην αρχή φοβόταν. Σιγά-σιγά εξασκήθηκε και άρχισε να κάνει μεγαλύτερες πτήσεις. Στο τέλος κατάφερε να πετά όταν και όσο αυτός επιθυμούσε. Και σαν προσγειωνόταν ξυπνούσε. Ξυπνούσε και μεγάλωνε.
Μεγάλωσε…
Και κάθεται στον θρόνο του. Και κοιτάζει τον ουρανό. Και κλείνει τα μάτια του. Και βλέπει τον ουρανό. Και πετά καβάλα στο μεγάλο «μπαμ». Και δίπλα του όλα αυτά τα χιλιάδες φωτεινά μάτια συνεχίζουν να τον κοιτούν συνωμοτικά, ερωτικά. Και έτσι δεν ξεχνά.
Τώρα ο μπουφόνος γνωρίζει να πετά χωρίς να ονειρεύεται. Τώρα ο μπουφόνος γεμάτος χρώματα είναι πια το πυροτέχνημα, είναι το «μπαμ». Τα μάτια, τα εκατομμύρια μάτια τραγουδούν μαζί του.