«Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη» – Η άλλη πλευρά της dolce vita
Τα βιβλία είναι η μία μεγάλη μου αγάπη. Η Ρώμη η άλλη. Τι κάνεις λοιπόν όταν οι εκδόσεις Ίκαρος σου παρουσιάζουν ένα πανέμορφο εξώφυλλο που φαντάζει ιδανικό καλοκαιρινό ανάγνωσμα; Κλείνεσαι για λίγες ώρες μέσα στο σπίτι και καταβροχθίζεις.
Το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου δύσκολο οφείλω να ομολογήσω. Ας δούμε όμως λίγο τι πραγματεύεται ο Calligarich στο βιβλίο του, το οποίο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1973.
Ο συγγραφέας καταγράφει τις μέρες και τα έργα του Λέο Γκατζάρα, δημοσιογράφου ετών 30, χωρίς καμία όρεξη να δουλέψει. Προτιμά να περνάει τις ώρες του πίνοντας και κυκλοφορώντας σε μποέμ, αριστοκρατικούς κύκλους. Θέλει να ζήσει καλύτερες μέρες και εντωμεταξύ, όπως σχολιάζει και το οπισθόφυλλο ζει «στη Ρώμη της dolce vita», στην οποία μετακόμισε για να είναι κοντά στη θάλασσα. Εκεί, σε ένα πάρτι γνωρίζει την Αριάννα, με εκείνο το χαμόγελο που «απομόνωνε το άτομο στο οποίο απευθυνόταν, εξυψώνοντάς το σε τέτοιες κορυφές που δε θα υποψιαζόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να κατακτήσει». Μαζί της θα αναπτύξει μια σχέση ιδιαίτερη, μελαγχολική, ενοχλητική, ακατανόητη αλλά τελικά πλήρως κατανοητή σχέση.
Τι σημασία έχει όμως;
Ο Λεό, σχεδόν αδιάφορος, σχεδόν καταθλιπτικός, πάει όπου φυσάει ο άνεμος. Και μέσα από τις αδυναμίες και τον θυμό του θυμίζει έναν Ιταλό Χόλντεν Κόλφιλντ, έναν άλλο Χέμινγουεϊ την εποχή της Κινητής Γιορτής, που περιφέρεται μέσα στην πόλη κουβαλώντας ανάλαφρα το μεγάλο του βάρος.
Το Τελευταίο Καλοκαίρι στη Ρώμη είναι ένα βιβλίο όμορφο, καλογραμμένο, έξυπνο που, πέρα από την ερωτική σχέση που φαίνεται να πρωταγωνιστεί στις σελίδες του, αποτελεί μια μελαγχολική ωδή στην αιώνια πόλη, με μαγευτικές περιγραφές της νυχτερινής Ρώμης και εκείνα τα μεθυστικά αρώματα του καλοκαιριού που σε κάνουν για λίγο να ξεχνάς τη ματαιότητα της ζωής. Και ύστερα να τη θυμάσαι πάλι.
Και κάπου εδώ, έχοντας διαβάσει το βιβλίο, νιώθω την ανάγκη να δώσω στους μελλοντικούς αναγνώστες μια συμβουλή. Το βιβλίο αυτό, δεν είναι αυτό που φαίνεται. Δεν είναι ένα απλώς ένα ιταλικό ρομάντζο ούτε ένα ταξίδι στη Ρώμη του 70. Γι’ αυτό μην κάνετε το λάθος που έκανα εγώ, αντιμετωπίζοντας τον ιδιόρρυθμο Λέο και τους φίλους του τόσο επιπόλαια, για να μετανοήσω και να θυμώσω με τον εαυτό μου στις τελευταίες πια σελίδες, ενώ τα στοιχεία ήταν πάντα εκεί. Οι ήρωες του Calligarich ζητάνε την προσοχή μας για λόγους πιο σοβαρούς απ’ όσο νομίζουμε. Ζητάνε τη βοήθειά μας. Είναι ήρωες που σιγά σιγά βουλιάζουν κάτω από το βάρος της ομορφιάς, του πλούτου, του έρωτα, της αχόρταγης απόλαυσης, των γεμάτων βραδιών και των κενών ημερών. Έχουν στα χέρια τους μια ζωή που κανείς δεν τους είπε τι να την κάνουν. Κι αυτό ήταν η ευλογία και η κατάρα τους. Μην προσπεράσετε τις μικρές τους πάλες ανάλαφρα.
Πολλοί παρομοίασαν το βιβλίο με το συγγραφικό ταίρι του κινηματογραφικού Dolce Vita του Fellini. Και δεν έχουν άδικο. Η αίσθηση που αφήνει στον αναγνώστη το βιβλίο όταν διαβάσει και την τελευταία αράδα είναι η ίδια που αφήνει και στον θεατή η ταινία όταν πέσουν οι τίτλοι του τέλους: τίποτα δεν έχει νόημα. Γιατί η γλύκα της μεγάλης ζωής κρύβει στο κουκούτσι της μια πίκρα που αναισθητοποιεί τις αισθήσεις σου.
«Θεέ μου, τελικά ήμασταν ευτυχισμένοι κάποτε», θα παραδεχθεί ο Λέο ενθυμούμενος τα παιδικά του Χριστούγεννα και αποφασίζοντας να επισκεφτεί τους γονείς του στο Μιλάνο. Αλλά και πάλι δεν θα είναι αρκετό. Γιατί, όσα τρένα κι αν πάρει, όσες πίτσες κι αν φάει, σε όσα πάρτι κι αν πάει, όσες φορές κι αν δει την αγαπημένη του θάλασσα και όσες ώρες κι αν περάσει στην πιάτσα ντελ Πόπολο με θέα τον απαστράπτοντα λόφο Πίντσο, στο τέλος της μέρας θα είναι πάντα μόνος σ’ αυτόν τον κόσμο.