tetartopress

Το βιολογικό φύλο κι η επίδρασή του στην αναζήτηση της ταυτότητάς μας και στην αντίληψη του εαυτού μας

49767943_394532704630753_1943564596560265216_n


«Κορίτσι» (Girl)
Σκηνοθεσία: Λουκάς Ντοντ
Πρωταγωνιστούν: Βίκτορ Πόλστερ, Αριε Φορτχάλτερ, Ολιβερ Μπόνταρντ
Βέλγιο, Ολλανδία, 2018

Επώδυνη κατάσταση η αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας. Είναι τόσα πολλά τα εμπόδια κι οι κοινωνικοί περιορισμοί. Για να ζήσει κάποιος άνθρωπος με το δικό του εαυτό, χρειάζεται σχεδόν πάντα ν’ αποτινάξει κάθε γνωστό, καθιερωμένο, επιβεβλημένο, εσωτερικευμένο στοιχείο μιας ταυτότητας που του έχει δοθεί παρά τη θέλησή του. Κι αν έχει προσθέσει κι η φύση τα δικά της εμπόδια, να έχει δοθεί εκείνο το φύλο που δεν θέλει, η μάχη τότε είναι ακόμα πιο σκληρή και φοβίζει ακόμα πιο πολύ παρά την επιθυμία που καίει για να ζήσει κάποιος αληθινά.

Ένα κορίτσι έχει γεννηθεί σε διαφορετικό σώμα απ’ αυτό που αισθάνεται ότι είναι μέσα της. Φλέγεται από την επείγουσα ανάγκη να το αλλάξει, βιάζεται να τελειώσει αυτή η διαδικασία της μεταμόρφωσής της παίρνοντας ορμόνες στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη μεγάλη, αναγκαία εγχείρηση που θα πρέπει να υποστεί γι’ αυτόν το λόγο. Φλέγεται να μεταμορφωθεί μέσα μια στιγμή σ’ αυτό που στ’ αλήθεια είναι μέσα της. Να διορθώσει το λάθος της φύσης που την πνίγει καθημερινά. Κάθε μέρα αναμονής είναι πνιγηρή γιατί δεν μπορεί να ζήσει τη ζωή όπως επιθυμεί. Μέχρι τότε, υιοθετεί δραστηριότητες και ρόλους που της μεταδίδουν μια προσωρινή όμως ανακούφιση ότι μπορεί να συμπεριφέρεται από τώρα σαν γυναίκα: κάνει μπαλέτο χωρίς να τη νοιάζει που ματώνει το σώμα της από την όλο και πιο σκληρή εξάσκηση, αυτό το σώμα της που τόσο απεχθάνεται έτσι όπως της δόθηκε παρά τη θέλησή της, υποκαθιστά την απούσα μητέρα της ρωτώντας τον πατέρα της, ελέγχοντάς τον διακριτικά, για τις συναισθηματικές του υποθέσεις ενώ η ίδια αρνείται ν’ απαντήσει σε ανάλογες ερωτήσεις του πατέρα της. Είναι πάνω απ’ όλα μια μάχη με τον ίδιο της τον εαυτό.

57183734_2101415193494509_62654918489538560_n


Κι όμως, φαίνεται τόσο παράδοξο: γιατί, από το συγγενικό της περιβάλλον, από τον πατέρα της, τον μικρό αδελφό της έως όλους τους συγγενείς της, δεν δημιουργούνται εντάσεις, ερωτήματα, φόβοι. Σύσσωμο το κοντινό της περιβάλλον είναι βαθιά υποστηρικτικό στην απόφασή της ν’ αλλάξει φύλο. Μόνο μία φορά, ο μικρός της αδελφούλης την αποκαλεί με το παλιό της όνομα, σε μια σύγκρουσή τους. Δεν ξανακούμε το παλιό της αγορίστικο όνομα, λες κι όλοι έχουν ξεχάσει για πάντα ότι είχε κάποτε γεννηθεί αγόρι. Ο ψυχολόγος της, η γιατρός της, η δασκάλα του μπαλέτου, την υποστηρίζουν ιδανικά. Επίσης, το ευρύτερο περιβάλλον, οι συμμαθητές της κι οι συμμαθήτριές της, φαίνεται ότι δεν δίνουν σημασία. Ειδυλλιακές λοιπόν οι συνθήκες. Όλοι την βλέπουν ήδη σαν ένα κορίτσι – όλοι εκτός από τον ίδιο της τον εαυτό. Κι όμως, η Λάρα, φαίνεται ότι αυτό που εισπράττει απ΄όλη τη βαθύτατη κατανόηση και υποστήριξη, είναι μονάχα την καλυμμένη απαίτηση όλων να είναι αισιόδοξη, να νιώθει καλά και να μην φοβάται τίποτα. Την υποστηρίζουν χωρίς όμως να ενδιαφέρονται να την κατανοήσουν. Την υποστηρίζουν ο καθένας μέσα στο πλαίσιο του ρόλου που επιτελεί στη ζωή της. Της λένε τα σωστά λόγια, με τον σωστό τρόπο κι όμως το κορίτσι δεν παύει να φοβάται τόσο πολύ, δεν παύει να επείγεται να τελειώσει αυτή η διαδικασία της μεταμόρφωσής της (της αποκάλυψης του αληθινού της εαυτού), δεν παύει να νιώθει διαρκώς δυστυχισμένη. Άρα, με βάση τους συλλογισμούς που γεννιούνται από την εξέλιξη της ιστορίας μέσα στην ταινία, ένας άνθρωπος που έχει γεννηθεί σε λαθεμένο σώμα, δεν έχει ελπίδα να μην νιώθει σαν ένα θύμα εξαιτίας αυτού του λάθους της φύσης. Άρα, η επικοινωνία είναι σχεδόν ανέφικτη με οποιονδήποτε, όσο κι αν αυτός τη νοιάζεται, έστω στο βαθμό που στ’ αλήθεια τη νοιάζεται με μια ανόθευτη από οποιοδήποτε εγωισμό ενσυναίσθηση. Άρα, η στάση των υπολοίπων, μόνο να επιδεινώσει το πρόβλημα μπορεί- όχι όμως να βοηθήσει, ν’ ανακουφίσει, να μοιραστεί…

57503892_392118028294822_3175412434538070016_n


…γιατί ο Λούκας Ντοντ εστιάζει στην ηλικία του κοριτσιού, στην εφηβεία του, σε κείνη την περίοδο της ζωής του ανθρώπου που όλα είναι έτοιμα να εκραγούν ανά πάσα στιγμή, που όλα είναι μεθυστικά τη μια στιγμή και την επόμενη φαίνονται σκοτεινά. Μας υποβάλλει την άποψη ότι η εφηβεία της είναι ο μόνος λόγος γι’ αυτές τις ακαριαίες κι ακραίες συναισθηματικές της μεταστροφές. Και το στοιχείο της έλλειψης βαθιάς κατανόησης των άλλων, παρά την ένθερμη υποστήριξή τους, μένει στο ημίφως στην ταινία. Μπροστά στην προσωπική της μάχη, όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες μένουν στο ημίφως. Το ακραίο φινάλε που βασίζεται στο μίσος για το σώμα που πρέπει να υποβληθεί σε μια επίπονη και χρονοβόρα επιστημονική διαδικασία ώστε να μεταμορφωθεί σ’ εκείνο που θα έπρεπε να είχε γεννηθεί, κι η επίτευξη της εσωτερικής ηρεμίας μετά απ’ αυτό, μετά από την απόφασή της να επισπεύσει τη μεταμόρφωσή της μ’ έναν ακραίο τρόπο, είναι αστήρικτο, δεν βγαίνει μέσα απ’ όλη αυτή την οδυνηρή εξιστόρηση που έχει προηγηθεί, όπου δεν είχε υπάρξει καμιά χαραμάδα αισιόδοξης ενατένισης του μέλλοντος.

Και κάτι τελευταίο: πέρα από τη νοοτροπία των απλών ανθρώπων που σέβεται κι υποστηρίζει την απόφαση των συγγενών τους που θέλουν ν’ αλλάξουν το φύλο με το οποίο έχουν γεννηθεί, βλέπουμε ότι στις βορειοευρωπαϊκές χώρες έχουν δημιουργηθεί και όλοι οι αναγκαίοι υποστηρικτικοί επιστημονικοί μηχανισμοί. Αναρωτιέμαι όμως για το ποιος επωμίζεται το οικονομικό κόστος όλης αυτής διαδικασίας που συμπεριλαμβάνει πολλά χάπια, και πιθανώς όχι φτηνά, επεμβάσεις, ψυχολογική υποστήριξη. Δεν απαντάται στην ταινία αλλά εάν δεν επιδοτείται από το κράτος μέσα στις προβλεπόμενες κοινωνικές παροχές για την συμβολή του στην επίτευξη της ατομικής ευτυχίας των πολιτών του (δεν είναι αλήθεια αμφίβολο κάτι τέτοιο;), τότε πόσοι διεμφυλικοί έχουν αυτήν τη δυνατότητα ν’ αλλάξουν το φύλο τους όταν το επιθυμούν κι οι ίδιοι ώστε να πάψουν να νιώθουν δυστυχισμένοι; Στην ταινία, όπου ο πατέρας είναι ταξιτζής που δουλεύει ως αργά το βράδυ μάθε μέρας, δεν τίθεται καν ως θέμα παρά θεωρείται ως δεδομένο ότι όποιος το θέλει ν’ αλλάξει το βιολογικό φύλο του, ναι, αυτό γίνεται και το μόνο που απομένει γι’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι απλά να περιμένει για να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες που απαιτούνται.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...
"Έρωτας Big Bang" στις Γραμμές Τέχνης

“Έρωτας Big Bang” στις Γραμμές Τέχνης στην Πάτρα

Παρασκευή 12 και Σάββατο 13 Απριλίου 2024, στις 21:00, η Μαρίνα Βολουδάκη, συνοδεία Σπύρου Λευκοφρύδη, επιστρέφει στο Θέατρο Γραμμές Τέχνης ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 201 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top