Τζέιν Κάμπιον – Μια άξια βράβευση αλλά και η σιωπή μπροστά στα Όσκαρ
Κάθε λέξη της δήλωσης της Νεοζηλανδής σκηνοθέτιδας Τζέιν Κάμπιον μετά το όσκαρ σκηνοθεσίας που κέρδισε, μόλις το τρίτο που απονέμεται σε γυναίκα σκηνοθέτιδα στην 93χρονη ιστορία αυτού του θεσμού, προκαλεί έκπληξη: “Σε ευχαριστώ Ακαδημία. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή της ζωής μου”. Ήταν, όμως, λίγο καιρό πριν όταν δήλωνε: “Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο. Αλλά υπάρχουν υπέροχες γυναίκες δημιουργοί που ροκανίζουν σιγά σιγά το μονοπώλιο του ανδρικού βλέμματος στον κόσμο”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο σε μία μαύρη ηθοποιό έχει απονεμηθεί το όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου μέχρι σήμερα. Αξίζει, άραγε, ευχαριστίες ο θεσμός της αμερικάνικης ακαδημίας κινηματογράφου όταν τα κριτήρια των βραβεύσεών της χαρακτηρίζονται συστηματικά από φυλετικές και έμφυλες διακρίσεις; Δεν εξωραΐζεται, αν όχι εξιλεώνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο η ιστορικά συντηρητική (επιεικώς) ακαδημία κινηματογράφου των ΗΠΑ εάν οι ευχαριστίες, έστω σε προσωπικό επίπεδο, έστω υπό την επήρεια της μέθης από τον προσωπικό θρίαμβο, δεν συμπληρώνονται από μια ευχή ότι μια τέτοια βράβευση πρέπει επιτέλους να σημάνει το τέλος των ανισοτήτων; Γιατί καλλιτέχνες με διεθνή αναγνώριση όπως η Τζέην Κάμπιον δεν εκφράζουν αυτά που πιστεύουν εκείνη ακριβώς την ώρα της πιο λαμπρής τους επαγγελματικής επιτυχίας, όπως δηλώνουν, εκείνη την ώρα που το σύστημα που βραβεύει, ταυτόχρονα και υπόγεια επιδιώκει την ενσωμάτωση, την απορρόφηση, την ομοιομορφία και τη σιωπή; Άραγε, με ποια κριτήρια, η Κάμπιον αξιολογεί τη βράβευση των όσκαρ ως την πιο σημαντική στην καριέρα της σε σχέση με τα υπόλοιπα 160 βραβεία που της έχουν απονεμηθεί έως τώρα, όπου συμπεριλαμβάνονται βραβεύσεις από το φεστιβάλ Καννών και, κυρίως, από την “The Alliance of Women Film Journalists”, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που ο σκοπός του είναι να υποστηρίζει το έργο γυναικών επαγγελματιών του κινηματογράφου- με άλλα λόγια, να “ροκανίζει σιγά σιγά το μονοπώλιο του ανδρικού βλέμματος στον κόσμο”; Ή, πως είναι δυνατόν να θεωρούνται τα όσκαρ ως τα πιο σημαντικά όταν η μεγάλη πλειοψηφία των μελών της ακαδημίας προέρχεται από τις ΗΠΑ, όταν αυτά πιστεύουν ότι “η ιδιότητα του μέλους της Ακαδημίας είναι ένα προνόμιο που προσφέρεται μόνο σε λίγους και εκλεκτούς στην παγκόσμια κοινότητα των κινηματογραφιστών” (όπως είχε γράψει το 2017 η διευθύνουσα σύμβουλος της ακαδημίας, Dawn Hudson, σε επιστολή της προς τα μέλη), όταν απονέμεται μόνο ένα όσκαρ για όλες τίς ξενόγλωσσες ταινίες (“όσκαρ διεθνούς ταινίας”) ενώ μόνο “επιτρέπεται” σε κάποιον “διεθνή” καλλιτέχνη να παρεισφρέει στη διεκδίκηση ενός από τα λεγόμενα σημαντικά βραβεία;
Η ετήσια γιορτή της αμερικάνικης κινηματογραφικής βιομηχανίας παραμένει μια αποτελεσματικά καλυμμένη προπαγάνδα ότι οι καλύτερες ταινίες δεν μπορεί παρά είναι οι αμερικάνικες- κι αυτό πρέπει να επιβεβαιώνεται από την εμπορικότητά τους: όπερ έδει δείξαι. Στην πραγματικότητα, αυτή η τελετή- ή, αυτό το πανηγύρι της απαστράπτουσας γκλαμουριάς, των πολιτικώς ορθώς διατυπωμένων λογίδριων νικητών και ηττημένων και του ανταγωνισμού των τραβηγμένων από τα μαλλιά πνευματωδών αστείων- αφορά μονάχα τούς Αμερικάνους που το εξάγουν σε όλον τον κόσμο ως την ύψιστη τιμή πού θα μπορούσε να καθιέρωνε παγκοσμίως έναν άνθρωπο τού σινεμά.
Και, άραγε, με αφορμή την κριτική μας για τη χτεσινή στάση της Τζέην Κάμπιον, αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε εκπαιδευτεί από την παιδική μας ηλικία να αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη για τις τιμές που μάς αποδίδονται από εκπροσώπους θεσμών και αρχών, εξασθενώντας τις ιδεολογικές μας αντιθέσεις καθώς μεθάμε μέσα μας όταν αναγνωρίζουν και ξεχωρίζουν το εγώ μας;
“Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Είμαι εναντίον των βραβείων, γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερού μου – και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από τη συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει αποδέχομαι πνευματικά αφεντικά και κάποια στιγμή πρέπει να απαλλαγούμε από τα αφεντικά”: έχει γράψει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
“Διαφωνώ με κάθε διαγωνισμό που θέτει ένα ηθοποιό κόντρα σ’ έναν άλλον. Η τελετή των όσκαρ είναι μια δίωρη παρέλαση κρέατος, μια δημόσια επίδειξη με επινοημένο σασπένς για οικονομικούς λόγους. Τα όσκαρ είναι προσβλητικά, βάρβαρα και εγγενώς διεφθαρμένα”. Ο Αμερικανός ηθοποιός Τζωρτζ Σκοττ είχε εκφράσει τις ενστάσεις του ήδη από το 1961, κι ενώ είχε προταθεί για βράβευση, πριν φτάσει στην άρνηση να παραλάβει το όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου που του απονεμήθηκε το 1971 για την ερμηνεία του στην ταινία “Πάττον” (δύο χρόνια αργότερα, ο Μάρλον Μπράντο αρνήθηκε το όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου για τη θρυλική ερμηνεία του στην ταινία “Νονός”, με αιτία τη διαστρεβλωμένη εικόνα των Ινδιάνων της Αμερικής από την κινηματογραφική βιομηχανία, στέλνοντας την Ινδιάνα ηθοποιό Sacheen Littlefeather στην τελετή με μία 15σέλιδη επιστολή του που δεν της επιτράπηκε να διαβάσει).
“Οι Αμερικάνοι έχουν αποικίσει το υποσυνείδητό μας” – από την ταινία του Βιμ Βέντερς “Στο πέρασμα του χρόνου”, παραγωγής 1976.