«Βαμπίρ» του Καρλ Ντράγιερ – Ο τρόμος δεν προέρχεται από τα αντικείμενα γύρω μας παρά από το ασυνείδητό μας

«Βαμπίρ» (“Vampyr”).
Σκηνοθεσία: Καρλ Ντράγιερ.
Starring: Τζούλιαν Γουέστ, Μωρίς Σουλτς, Σύμπιλ Σμιτς.
Δανία, Γερμανία, Γαλλία, 1932.
“Φως και σκιά, φωνές και πρόσωπα, όλα φαίνονταν να αποκτούν ένα άλλο νόημα”: ο Άλαν Γκρέυ έχει πέσει για ύπνο στο πανδοχείο ενός χωριού όπου τον έφερε τυχαία ο δρόμος του κι αισθάνεται ότι “το σκοτάδι τού επιβάλλεται προκαλώντας έναν απερίγραπτο τρόμο”. Έχει κλειδώσει καλά την πόρτα τού δωματίου του κι όμως, μια αόρατη δύναμη θαρρείς την ξεκλειδώνει- και ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που ο Γκρέυ δεν τον είχε δει ως τώρα στο πανδοχείο, προαναγγέλλοντας τον θάνατο μιας άγνωστης γυναίκας; Ήταν τυχαίο, τελικά, που ο δρόμος του έφερε σ’ αυτό το χωριό τον νέο, καλοντυμένο, άβουλο, κλεισμένο στον εαυτό του Άλαν Γκρέυ, μελετητή της λατρείας του διαβόλου και των βαμπίρ που συγχέει την πραγματικότητα με τη φαντασία, που ζει σαν να παρακολουθεί τη ζωή του σε ταινία με πρωταγωνιστή τη σκιά τού εαυτού του στην οθόνη; Άραγε, ο Γκρέυ ελκύεται απ’ αυτές τις μελέτες εξαιτίας της απώθησής του για τη δίψα αυτών των απέθαντων πλασμάτων να παραμείνουν στη ζωή ή εξαιτίας του ενδιαφέροντος αυτών των υπερφυσικών ιστοριών που εμπλουτίζουν με έξαψη τη δική του ακύμαντη ζωή; Τι θα μπορούσε να τον απελευθερώσει από τη νεκροζώντανη ψυχικά κατάστασή του, ωθώντας τον να βιώσει τα μυστήρια και τους κινδύνους μιας δικής του ζωής;
Σαν καθοδηγούμενος από μια θεία επιφοίτηση, βρίσκεται στη βάρκα ώστε να περάσει στην απέναντι όχθη του ποταμού, ενός άλλου κόσμου, μαζί με έναν μαυροντυμένο άνθρωπο που κρατάει στο χέρι του το γνώριμο δρεπάνι που κόβει το νήμα της ανθρώπινης ζωής. Στον γκρίζο, ομιχλώδη καλοκαιρινό ουρανό, σκιές ανθρώπων που έχουν αυτονομηθεί από την υλική υπόσταση των φορέων τους, ορίζουν σχεδόν μυστικιστικά μια συγκεκριμένη διαδρομή που ο αφυπνισμένος Γκρέυ ακολουθεί με σκοπό να αποτρέψει τον προαναγγελθέντα θάνατο. Όταν τολμάμε, βρισκόμαστε σε πλήρη συνειδητότητα ή σαν να ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά, παρατηρώντας τον εαυτό μας μέσα από το όραμα ενός άλλου μας εαυτού; Πιστεύουμε ότι είμαστε αυτό που θυμόμαστε, αναπαράγουμε ένα γνώριμο ψυχικό μοτίβο ή ερμηνεύουμε τον εαυτό μας με δεδομένους τρόπους, ζώντας πάντα το ίδιο χτες διαφορετικά κάθε φορά; Η ύπαρξη του Γκρέυ θα διαχωριστεί και η αυτονομημένη ψυχή του θα θελήσει να τα βάλει με τα βαμπίρ, ενάντιά τους κι όχι υπνωτισμένο θύμα της σαγήνης τους πια. Πρώτα, όμως -σε μια αξέχαστη παραισθητική σκηνή- θα χρειαστεί να βιώσει την τελετή της ταφής του, της ταφής της γνωστής εικόνας τού εαυτού του όπου έχει συρρικνωθεί η αυτοαντίληψή του και να σπάσει την απομόνωσή του. Γιατί, όταν απελευθερωνόμαστε από τη βαριά σκιά του χτες, πεθαίνει η εικόνα του γνωστού μας εαυτού, ζώντα πια στο τώρα. Κι αυτή η διαδρομή δεν μπορεί παρά να είναι απρόβλεπτη: ο Γκρέυ κινείται σ’ έναν κόσμο όπου δεν μπορεί να είναι βέβαιος αν υπάρχει εντός του ή τον ονειρεύεται.
“Τα βαμπίρ είναι νεκροί που έζησαν με κακία, αμαρτωλά, χωρίς να ’χουν μετανιώσει, ρουφάνε αίμα νέων και παιδιών ώστε να παραμείνουν στον κόσμο των σκιών, στρέφονται κατά των αγαπημένων τους προσώπων και δαγκώνοντάς τα, τα μεταλλάσσουν σε βαμπίρ, εξαπλώνοντας μια επιδημία”: στο κατάλευκο πρόσωπο της Λεόνε που έχει δαγκωθεί από το βαμπίρ του χωριού, μια λεπτή ασημένια γραμμή χαράζεται και μακραίνει, το πρώτο δάκρυ που κυλάει από την αβάσταχτη γνώση τής επικείμενης μεταλλαγής, βιώνοντάς την ως τη μεταμόρφωσή της σε ένα ηδονικά αιμοβόρο πλάσμα, με ένα μοχθηρό χαμόγελο να σχηματίζεται και τα μάτια να συστρέφονται προς τα μέσα. “Μήτε γιατροί ούτε σοφοί μπορούν απαλύνουν τον σωματικό τους πόνο που δημιουργεί βάσανο στην ψυχή”: η αφύσικη επιθυμία της αθανασίας έχει τις ρίζες της στην επιθυμία διαιώνισης μιας λειψής ηθικά ζωής- και πως αλλιώς παρά κλέβοντας την ενέργεια των άλλων; Η θεραπεία του πόνου και του βασάνου, του τρόμου που διαποτίζει εσωτερικά όσο δεν ζούμε αληθινά και μεγαλώνει τον φόβο του θανάτου, δεν ανήκουν στο επιστημονικό πεδίο (είναι χαρακτηριστικός ο σκοτεινός ρόλος του γιατρού στην ταινία)- γίνονται κατορθωτά μέσα από την έγνοια για τον άλλον και την πραγμάτωσή της μέσα από τους φόβους μας, τη συνειδητοποίηση ότι η προσωπική δράση πρόκειται για ένα φυσικό, ηθικό μας χρέος που επιδρά στη συλλογική συνείδηση.
Το “Βαμπίρ” δεν συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα του μεγάλου Καρλ Ντράγιερ- όμως, η ταινία που παρακολουθούμε, είναι το αποτέλεσμα της σύνδεσης τμημάτων από τα ολοκληρωμένα αντίτυπα της πρωτότυπης ταινίας στη γαλλική και γερμανική έκδοση (που είχε, επιπλέον, εκδοθεί στα αγγλικά) γιατί οι γνήσιες κόπιες έχουν χαθεί. Ακόμα και μ’ αυτήν την μορφή της, παρακολουθούμε με εγρήγορση και φόβο, μια απόκοσμη αίσθηση παγώνει το αίμα μας χάρη στην αινιγματική, ανησυχητική, εξπρεσσιονιστική ατμόσφαιρά της, στην αίσθηση μιας απειλής που υποβόσκει, ένας εφιάλτης που καραδοκεί να ξεσπάσει- ή, άραγε, έχει ήδη ξεσπάσει και μέσα στη δίνη του ανακαλύπτουμε κάτι ξεχασμένο; Είναι αδύνατον να ξεχωρίσουμε τι είναι πραγματικό, τι όνειρο και τι αποκύημα της φαντασίας καθώς η μία αλλόκοτη, δυσερμήνευτη σκηνή διαδέχεται την άλλη μέσα σ’ αυτήν την μάλλον απλοϊκή αλλά αποσπασματική πλοκή. Χωρίς τη συνδρομή των κλασσικών εφέ και των υπερβολικών, σχεδόν γκροτέσκων εκφράσεων στα πρόσωπα των ηθοποιών στις περισσότερες ταινίες τρόμου, εδώ η ατμόσφαιρα δημιουργείται μέσα από τα γκρο πλάνα σε πρόσωπα με φοβισμένες ή απόκοσμες εκφράσεις (οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν ήταν επαγγελματίες: επιλέχθηκαν από τον Ντράγιερ σε τυχαίες συναντήσεις τους στους δρόμους του Παρισιού και χάρη στην καθοδήγησή του, οι ερμηνείες απέκτησαν αυθεντικότητα), τις συχνές και ξαφνικές αλλαγές στην υποκειμενικότητα των πλάνων, τις έντονες φωτοσκιάσεις του ασπρόμαυρου, τον μόνιμα νεφελώδη, γκρίζο ουρανό (“Γκρέυ” ονομάζεται ο βασικός χαρακτήρας), τα τράβελινγκ της κάμερας που αποκαλύπτουν τον χώρο σαν να ερευνούν για κρυμμένους κινδύνους, τα υποφωτισμένα δωμάτια όπου το ταβάνι θαρρείς ότι απέχει ελάχιστα εκατοστά από τους ανθρώπους, τις γωνίες λήψης που δημιουργούν κλειστοφοβία. Ο Δανός σκηνοθέτης είχε δηλώσει: “Ήθελα να δημιουργήσω μια αίσθηση ονείρου κατά την ημέρα, ενός ονείρου που βλέπουμε με τα μάτια ανοιχτά, να δείξω ότι ο τρόμος δεν προέρχεται από τα αντικείμενα γύρω μας παρά από το ασυνείδητό μας, ότι η φαντασία μας μπορεί να δώσει αλλόκοτες ερμηνείες σε ό,τι μας περιβάλλει”. Ακόμα και με τις αδυναμίες της, ακόμα και με μια θεματολογία ξένη προς την υπόλοιπη φιλμογραφία του, ακόμα κι αν ο ήχος είναι κάπως παράταιρος στην όλη ατμόσφαιρα (στην πρώτη ομιλούσα ταινία του Ντράγιερ που, ωστόσο, έχει κατασκευαστεί περισσότερο σαν βουβή ταινία), η ταινία αποτυπώνεται στη μνήμη μας με την υπερβατικότητα, τον ουμανισμό και την πνευματικότητά της, όλα αυτά τα γνώριμα στοιχεία ολόκληρου του έργου του Ντράγιερ που κι εδώ συντίθενται σ’ αυτό το προσωπικό κι αγαπημένο ύφος του.
* Την ταινία «Βαμπίρ» την είδαμε στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – Τμήμα: Αφιέρωμα στα Φαντάσματα