«Βασιλιάδες του κόσμου» της Λάουρα Μόρα – Απόκοσμη, συναρπαστική απεικόνιση του κοινωνικού πλαισίου της Κολομβίας
“Βασιλιάδες του κόσμου” (“Los reyes del mundo” / “Kings of the world”).
Σκηνοθεσία: Λάουρα Μόρα.
Πρωταγωνιστούν: Κάρλος Αντρές Καστανέδα, Ντάβιντσον Αντρές Φλόρες, Μπραχιάν Στίβεν Ασεβέδο.
Κολομβία, 2022.
Τα βραδινά φώτα δεν έχουν σβήσει ακόμα, κλειδωμένοι οι πάγκοι της υπαίθριας αγοράς, στη μεγάλη πλατεία υπάρχει μόνο ένας ημίγυμνος νεαρός πάνω σ’ ένα λευκό άλογο, voice over: “Μια μέρα όλοι οι άνθρωποι αποκοιμήθηκαν και όλοι οι φράχτες της γης πήραν φωτιά”, μετα-αποκαλυπτική εικόνα της μεγαλούπολης καθώς χαράζει. Στο βραδινό όνειρο του Ρα ζωντανεύει σε εικόνες το όνειρο που κάνουν κάθε μέρα με τον Κουλέμπρο, τον Σέρε, τον Γουίννυ και τον Νάνο για έναν άλλον κόσμο όπου “Όλοι θα είναι ίσοι, κανένας δεν θα έχει περισσότερα από τον άλλον”. Στα βραδινά όνειρα των νέων, η φύση βάζει φωτιά στους φράχτες της ατομικής ιδιοκτησίας, στα σύνορα των κρατών, στις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των ανθρώπων πάνω στο γήινο ανάγλυφο- αντίθετα με τους ενήλικους που μιλάνε για έναν δίκαιο κόσμο περισσότερο σαν χρέος προς έναν παλιό, ιδεολόγο εαυτό τους, συντηρώντας την ψευδαίσθηση ότι κάτι διατηρούν ζωντανό από εκείνον τον εαυτό.
Η πόλη έχει ξυπνήσει ίδια: πολυπληθής, πολύβουη, επικίνδυνη, συμμορίες αγοριών με ματσέτες σε αιματηρές μάχες για λίγα τετραγωνικά δημοσίου χώρου για το μικροεμπόριό τους και την επιβίωσή τους, για όσο προλάβουν πριν εκδιωχθούν από άλλη συμμορία. Μόνο εφήβους και προέφηβους άντρες κι αγόρια βλέπουμε στους δρόμους της Κολομβιανής πόλης του Μεδεγίν των 2,5 εκατομμυρίων, από τις πιο επικίνδυνες στον κόσμο όπου κυριαρχεί η μαφία των ναρκωτικών, όπου μαθαίνουν από τη γέννησή τους ότι η ευαισθησία κι ο φόβος είναι θανάσιμοι κίνδυνοι. Ταυτόχρονα, έχουμε την αίσθηση ότι χρησιμοποιούν τις ματσέτες τους σαν υποκατάστατο μιας ανεκπλήρωτης παιδικής ανάγκης για παιχνίδι, επιδεικνύοντας τις ικανότητές τους σε ένα είδος θανάσιμα επικίνδυνης performance.
“Μικρέ αδελφέ”, προσφωνούνται μεταξύ τους αυτοί οι πέντε φίλοι, ορφανοί κι άστεγοι στους δρόμους της Μεδεγίν, που έχουν φτιάξει μια δική τους οικογένεια (με τις αναπόφευκτες συγκρούσεις ανάμεσά τους βέβαια). Άραγε, πόσες τέτοιες παρέες με αδελφικούς δεσμούς υπάρχουν σ’ αυτό το περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι συμμορίες με το δόγμα “ο θάνατός σου, η ζωή μου” ακόμα κι ανάμεσα στα μέλη τους, με το εσωτερικευμένο καπιταλιστικό αξίωμα “ο καθένας για τον εαυτό του”; Δεν θα ήταν διαφορετική, άραγε, η ζωή στη Μεδεγίν αν υπερτερούσε η έγνοια και η αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη κάθε τέτοιας μικρής εστίας ανθρώπων, δεν θα συνέβαλε στην κατάλυση των διαχωρισμών ανάμεσα στους ανθρώπους και στις ομάδες τους; “Γίνομαι δυνατός από το μίσος μου”, λένε οι πέντε φίλοι πίνοντας κι ανάβοντας φωτιές σ’ ένα αυτοσχέδιο οδόφραγμα, θαρρείς ελπίζοντας ότι όταν αποκοιμηθούν, η φωτιά τους θα κατακάψει όλους τους φράχτες της γης- συμβαίνουν στ’ αλήθεια αυτά, ονειρεύονται, βρίσκονται υπό την επήρεια ναρκωτικών; (γιατί, πως αλλιώς να αντέξουν να ονειρεύονται σ’ αυτόν τον κόσμο;- για όσο αντέξει ο οργανισμός τους τα χάπια για τους ψυχικούς πόνους και τα ναρκωτικά γλειφιτζούρια για τους σωματικούς πόνους). Μπορεί, όμως, το μίσος να πλημμυρίζει την καρδιά ανθρώπων που μοιράζονται έγνοια μεταξύ τους, που επιθυμούν έναν δίκαιο κόσμο; Ποια ανάγκη παρερμηνεύει εσωτερικά τον θυμό και την πίκρα σε τυφλό μίσος, ποια εκστατική διαφυγή προσφέρει αυτό το μίσος- ή η ιδέα του- όταν δεν αντέχεται πια ο πόνος και η θλίψη για την άδικη μοίρα, πως αλλιώς να επιβιώσουν τελικά παρά πιστεύοντας ότι δονούνται από το μίσος; Κάποια βράδια πετροβολάνε τις λάμπες των δρόμων- παίζουν μονάχα, εκδικούνται, κάνουν επίδειξη ισχύος;- και οι δρόμοι βυθίζονται στο σκοτάδι που, ζώντας σ’ αυτό, δεν το φοβούνται. “Είναι σαν πυγολαμπίδες που φυτρώνουν τη νύχτα”, τους χαρακτηρίζει η σκηνοθέτιδα που η τρυφερή ματιά της ακτινογραφεί την ευαλωτότητά τους (φυσικές οι ερμηνείες όλων των ερασιτεχνών ηθοποιών). Κάποια βράδια χτυπάνε και κλέβουν άλλα παιδιά για να μπορέσουν να μπουν στο μπαρ, να πιουν μια μπύρα, να χορέψουν, να εκτονωθούν επιτέλους- τότε, αντιμετωπίζουν έμπρακτα την απελπισία τους κραυγάζοντας το μίσος τους. Η ηθική καταδίκη των πράξεών τους και των παρανομιών τους πουλώντας παλιοσίδερα θα ήταν ηθικολογία.
Σαν να ονειρεύεται ξύπνιος ο Ρα όταν μαθαίνει ότι του επιστρέφεται δικαστικά η ιδιοκτησία ορισμένων στρεμμάτων γης στην ενδοχώρα της Κολομβίας που ανήκαν στη γιαγιά του και είχαν απαλλοτριωθεί από αντάρτικες οργανώσεις πριν δεκαετίες (η ταινία, που δεν επεκτείνεται σ’ αυτές, μάλλον αναφέρεται στις μαρξιστικές επαναστατικές ομάδες με ένοπλη αντίσταση στο πολιτικό σύστημα- ένας πόλεμος για περισσότερο από μισό αιώνα, με χιλιάδες νεκρούς κι εκατομμύρια εκτοπισμένους από την επαρχία στα γκέτο και τις φτωχογειτονιές των πόλεων). Υπάρχει, λοιπόν, φως στη σκατένια ζωή τους; Έχει, άραγε, το κράτος τη βούληση να υλοποιήσει τις εξαγγελίες του; Που τους οδηγεί το λευκό άλογο σ’ αυτά τα ατελείωτα χιλιάδες χιλιόμετρα, στο άγνωστο ή στο πουθενά; Ποια σημάδια είναι ευοίωνα και ποια προοιωνίζονται το κακό; Ποια σπίτια κατοικούνται πραγματικά και ποια, αφρόντιστα για καιρό, κατατρώγονται από τη ζούγκλα χωρίς να φαίνεται ότι είναι ερειπωμένα πίσω από την πρόσοψή τους; Πως αλλιώς παρά μόνο με χάπια να μην κλονίζεται η βεβαιότητα για την ύπαρξη του δικού τους βασιλείου;- που θέλουν να γίνει το δικό τους λιθαράκι στη δημιουργία του νέου, δίκαιου κόσμου, με θέση για όλους τους φτωχούς και καταφρονεμένους που συναντούν στη διαδρομή τους, σε μια πραγματικότητα παράλληλη της ανελέητης που βιώνουν, σαν σε όνειρο: όπως οι μεσήλικες σεξεργάτριες, σαν μητέρες που τα παιδιά του δρόμου δεν γνώρισαν ενώ εκείνα είναι σαν τα παιδιά που τόσες γυναίκες δεν απέκτησαν ή έχασαν νωρίς, όπως τα θύματα ρατσιστικών επιθέσεων, όπως οι μοναχικοί μισότρελοι που μόνο έτσι αντέχουν αυτήν την καθημερινότητα. Θα έχουν θέση και τα φαντάσματα που περιφρουρούν τις νησίδες ανθρωπιάς που είχαν δημιουργήσει στη γη τους όταν ήταν ζωντανοί. Θα έχουν θέση κι όλα εκείνα τα φτωχά αγόρια που περιφρουρούν με αιμοβόρα διάθεση τη γη ενός αγνώστου αφεντικού για ένα ξεροκόμματο ψωμί, πιστεύοντας ότι είναι προνομιούχοι.
Η σκηνοθέτιδα (ήταν 22 χρονών όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας της) ισορροπεί εντυπωσιακά ανάμεσα στην αδυσώπητη πραγματικότητα και μια υπερβατική, απόκοσμη ονειρικότητά της, τον νατουραλισμό και τον λατινοαμερικάνικο μαγικό ρεαλισμό. Το νευρώδες μοντάζ και η τρεμάμενη κάμερα στο χέρι στην πόλη, ακολουθούνται από μια γεμάτη ζωντάνια κίνησή της στην αρχή του μεγάλου ταξιδιού, αντανακλώντας το πρωτόγνωρο συναίσθημα της ελπίδας πριν καταλήξει σε αργή, υπνωτιστική κίνησή της, πλάνα μακρόσυρτα κι ατμόσφαιρα ενδοσκοπική, ψυχεδελική στο υπέροχο τοπίο, στην ανοιχτωσιά του ορίζοντα και στην ομίχλη, στην αχανή, άγνωστη ζούγκλα. Και, παρά την κάπως μεγάλη διάρκεια του δεύτερου μέρους, την αποδυνάμωση της συνοχής καθώς η πλοκή θα ‘λεγες ότι διασπάται σε αυτόνομες μικρού μήκους ταινίες ενώ οι διαφορές ανάμεσα στους χαρακτήρες δεν εμβαθύνονται, ωστόσο αυτό το σκληρά ρεαλιστικό και, ταυτόχρονα, ποιητικό ταξίδι στην καρδιά του σκότους προσφέρει μια συναρπαστική εμπειρία.