Βασιλικός Κέι Δώδεκα Μηδέν Επτά
Το μπουφάν κρεμόταν στον καλόγερο του υπνοδωματίου. Γκρι με υφή σαν να χαϊδεύεις ένα χοντρό μαλλιαρό αρκουδάκι. Με κουκούλα και μαύρη φόδρα από μέσα. Το μπουφάν κρεμόταν εδώ και έναν χρόνο ασταμάτητα στον ίδιο καλόγερο, στο ίδιο κλαδί, στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο σπίτι, στην ίδια πολυκατοικία, στην ίδια γειτονιά. Στατικά και ίδια όλα. Όχι, βασικά, τίποτα δεν ήταν στατικό όλον αυτό τον χρόνο εκτός από την αναβλητικότητά μου.
Πόσα πρωινά, όταν με το ένα χέρι γράπωνα την κούπα με τον καφέ και με το άλλο ψαχούλευα το υφασμάτινο βουναλάκι με τα μπλουζάκια, σκέφτηκα να πάρω το μπουφάν για να στο φέρω… Πόσες φορές μπορείς να αναβάλεις το ίδιο πράγμα;
Μια φορά σου είχα προτείνει με ενθουσιασμό παγωτού να πάμε σε εκείνο το στέκι στο δάσος στα βόρεια. Και εσύ δε χρειάστηκες δεύτερη. Μα γιατί εσύ δεν άφησες ποτέ χαλασμένο χατίρι να μείνει μέσα μου.
«Πάμε, πάμε! Αλλά πού να πάμε;»
«Εκεί που σου αρέσει, κάπου που θες να με πας εσύ» μου είχες απαντήσει.
Και φύγαμε. Η μηχανή διέσχιζε μια Αθήνα φορτωμένη με κίτρινα φώτα και θυμωμένους οδηγούς. Σου είχα πει ότι μ’ άρεσε να χανόμαστε στη διαδρομή για να μεγαλώνει η βόλτα. Κι εσύ έκανες να χαθούμε επίτηδες. Όσο τα δέντρα γίνονταν περισσότερα από τα τσιμεντένια θεριά της πόλης, εγώ άρχιζα να κρυώνω κι ας ήταν κατακαλόκαιρο. Πότε να ‘ταν ακριβώς; Μου έδωσες το γκρι μπουφάν. Αυτό με τη μαύρη φόδρα και την κουκούλα και την υφή σαν χοντρό μαλλιαρό αρκουδάκι.
Σ’ άρεσε εκείνο το στέκι στο βουνό κι εσένα. Νομίζω είχα παραγγείλει mojito. Σίγουρα, τώρα που το σκέφτομαι, αφού ήταν κατακαλόκαιρο. Εσύ έπινες χυμό γιατί εκείνες τις μέρες είχες αυξήσει τη δόση των φαρμάκων σου. Εκείνο το βράδυ όσο κι αν μιλούσαμε δεν ήταν αρκετό. «Συγγνώμη που δε σταματάω λιγάκι για να χαζέψουμε την ομορφιά, αλλά ταΐζεις τα όνειρά μου τόσο πολύ που όλη η ομορφιά είναι τώρα εδώ» απολογούσουν πού και πού, ενώ εγώ έπνιγα με το καλαμάκι μου τη μέντα μέσα στα λιωμένα παγάκια. Μόνο μια φορά μάς διέκοψε το τηλέφωνό σου. Ήταν η γυναίκα σου που τόσο ήθελες να γνωρίσω. Και μια μέρα στα αλήθεια θα το έκανα, μόνο που τότε ακόμα δεν το ήξερα.
Στο γυρισμό περάσαμε από το σπίτι σας. Μαγείρεψες κοτόπουλο με κόκκινες πιπεριές και ήπιαμε κόκκινο κρασί που ‘ταν το αγαπημένο σου. Κοιτούσαμε από τη βεράντα τη βραδινή σιωπή και το κοινότοπο. Αποκοιμήθηκα στον καναπέ σου και ήρθες και με ξύπνησες με ένα φιλί στα μάτια. Γρουσουζιά έλεγαν για το φιλί στα μάτια. Δεν τα πίστευα τα δεισιδαίμονα σοφίσματα κι ας τα μνημόνευα πάντα. Σου είχα θυμώσει για κάτι, που όπως νύσταζαν και βάραιναν τα μάτια μου, σχεδόν το είχα ξεχάσει -και σίγουρα τώρα πια δεν έχει καμία σημασία- αλλά εσύ είχες ήδη έτοιμη την απολογία σου. Σηκώθηκες απότομα πριν να τελειώσεις εκείνο το «συγγνώμη» και πήγες στη βιβλιοθήκη. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί διάλεξες εκείνο το βιβλίο εκείνη τη στιγμή. «Κ» του Βασίλη Βασιλικού για τη δίκη του Κοσκωτά.
«Ήσουν μικρή τότε, δε θα θυμάσαι, αλλά αυτή την ιστορία πρέπει να την ξέρεις» μου ‘πες, ενώ η αφιέρωση σου στη λευκή σελίδα μίλαγε στη γλώσσα μιας παράταιρης αιωνιότητας. «Δε θα σε στενοχωρήσω ποτέ ξανά. Συγγνώμη».
Η μόνη αφιέρωση που θα μου ‘μενε από σένα θα ‘ταν αυτή η πικραμένη συγγνώμη. Αλλά τότε δεν το ‘ξερα ακόμα.
Ας μου ‘λεγε κάποιος τότε ότι η ζωή δεν κρατάει για όσο θέλουμε.
Πήρα το βιβλίο, φόρεσα πάλι το γκρι μπουφάν και δεν θυμάμαι καν αν σου είπα καληνύχτα εκείνο το βράδυ.
~~~
Έξω βρέχει καταρρακτωδώς. Κοιτάζω απέναντι, ενώ στο τζάμι του γραφείου καθρεφτίζονται τα μάτια μου. Δεν ξέρω αν στο ‘πα ποτέ, αλλά μου αρέσει να κοιτάζω τα μάτια μου σε καθρέφτες και να προσπαθώ να καταλάβω τι νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι όταν τα κοιτούν. Προσπαθώ να τα κοιτάω σαν να μην είναι δικά μου μάτια. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, αλλά εσύ νομίζω πάντα με καταλάβαινες. Ο απέναντι βλέπει survivor, ενώ τα δύο αντικριστά καφενεία σβήνουν ταυτόχρονα τα φώτα τους.
~~~
Σήμερα λέω να κάνω την άρρωστη και να μην έρθω στη δουλειά. Δε θα σε δω, το ξέρω, αλλά μια μερούλα είναι μόνο και θέλω τόσο πολύ να μην κάνω τίποτα σήμερα.
~~~
Την απόλαυσα την κοπάνα μου. Πήγαμε βόλτα στη θάλασσα και η Λεμονιά δεν κρατήθηκε. «Έχω μαγικά μπισκοτάκια! Είναι τόσο γαμάτα να την ακούσουμε στη θάλασσα. Έλα μην το σκέφτεσαι!» Εσύ ήξερες ότι μου ήταν τόσο δύσκολο να λέω «όχι», αλλά ποτέ δε με μάλωνες. Μου ‘λεγες μόνο να αφήνω τους πόνους να ζουν και να πεθαίνουν όπως τους αρμόζει: αληθινά. Εγώ όμως εκείνη τη μέρα ήθελα τόσο πολύ να ξεχάσω ότι με είχε παρατήσει ο Χάρης κι έφαγα ένα μιράντα παπαδοπούλου βουτηγμένο στο ελ ες ντι.
~~~
«Νιώθω ρίγη και μάλλον αρρώστησα. Δε θα έρθω» έγραφε το μήνυμά μου, με την απαραίτητη καλημέρα στο τέλος. Ψέματα σου είπα. Πρώτη φορά σου έλεγα ψέματα κι αυτό με βασάνιζε πολύ τις επόμενες ώρες. Ξεκίνησα να ‘ρθω να σε βρω αργότερα, αλλά στα μισά γύρισα πάλι σπίτι. Τρισκατάρατες χημείες. Πόσο ακόμα θα με κρατούσε; Δεν ήθελα να με δεις έτσι και να ανησυχήσεις.
Και δεν σε ξαναείδα ποτέ, γιατί το επόμενο πρωινό εσύ πέθανες.
~~~
Καταραμένο ελ ες ντι. Δε σε πρόλαβα. Πέθανες. Πι, έψιλον με τόνο, θήτα, άλφα, νι, έψιλον, σίγμα. Όχι, όχι, δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Πώς γίνεται να βάζεις έξι γράμματα στη σειρά και αυτά μαζί να σημαίνουν ότι εσύ δεν υπάρχεις πια; Όχι, όχι σου λέω. Κάνε κάτι σε παρακαλώ. Σήκω πάνω. Πες μου ότι με κοροϊδεύεις. Πίνω κονιάκ και βρέχω τα πόδια μου στη θάλασσα. Να ‘σουνα εδώ να μου το εξηγούσες… Να ‘λεγες κάτι… Αλήθεια, τι θα ‘λεγες αν με έβλεπες στεναχωρημένη που πέθανες; Πώς θα μου εξηγούσες τον θάνατο; Πώς γίνεται να μην μιλάς πια; Να μην παραγγέλνεις δυο-δυο τους καφέδες σου, όπως πάντα με έναν σκούρο κύβο ζάχαρης; Σε βρίσκω σε ένα βίντεο που γελάς. Ακούω το γέλιο σου. Το γέλιο σου έχει πεθάνει. Πώς γίνεται να πεθαίνει ένα γέλιο;
~~~
Το μπουφάν κρεμόταν στον καλόγερο του υπνοδωματίου. Γκρι με υφή σαν να χαϊδεύεις ένα χοντρό μαλλιαρό αρκουδάκι. Με κουκούλα και μαύρη φόδρα από μέσα. Το μπουφάν κρεμόταν εδώ και έναν χρόνο ασταμάτητα στον ίδιο καλόγερο, στο ίδιο κλαδί, στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο σπίτι, στην ίδια πολυκατοικία, στην ίδια γειτονιά. Στατικά και ίδια όλα. Όχι, βασικά, τίποτα δεν ήταν στατικό όλον αυτό τον χρόνο εκτός από την αναβλητικότητά μου.
Πόσα πρωινά, όταν με το ένα χέρι γράπωνα την κούπα με τον καφέ και με το άλλο ψαχούλευα το υφασμάτινο βουναλάκι με τα μπλουζάκια, σκέφτηκα να πάρω το μπουφάν για να στο φέρω… Πόσες φορές μπορείς να αναβάλεις το ίδιο πράγμα;
Εγώ το ανέβαλα για ένα χρόνο. Χειμώνιασε και ξανακαλοκαίριασε και το μπουφάν δε θα στο δώσω ποτέ τελικά. Ούτε εκείνο το φιλί στο μάγουλο που μου ‘χες ζητήσει ένα πρωινό για καλημέρα. Ούτε εκείνα τα διηγήματα που είχα γράψει με ήρωα τον πατέρα μου και με παρακαλούσες να τα διαβάσεις. Ούτε αυτή τη φωτογραφία που όλο λέγαμε να βγάλουμε στην ταράτσα το ηλιοβασίλεμα, δε θα τη βγάλουμε ποτέ.
«Ο θάνατος δεν είναι το τέλος» λέει το τραγούδι που ακούω στο repeat. Ναι, αλλά αφού είναι. Αφού εσύ δε θα είσαι ποτέ πια εδώ μαζί μου. Λένε στα παιδιά να μη λέμε «Ο μπαμπάς έφυγε, κοιμήθηκε ή πήγε ταξίδι». Ακόμα και στα παιδιά πρέπει να λέμε τη λέξη «πέθανε». Πι, έψιλον με τόνο, θήτα, άλφα, νι, έψιλον. Τι σημαίνει «πέθανε» στα αυτιά ενός μικρού παιδιού; Είναι απλώς ένας ήχος.
~~~
Κάθομαι στο λάπτοπ. Πληκτρολογώ το password μου σχεδόν στα τυφλά. Βασιλικός Κέι Δώδεκα Μηδέν Επτά. Βασιλικός «Κ», 12 Ιουλίου. Ήταν 12 Ιουλίου τελικά εκείνο το βράδυ που μου χάρισες το βιβλίο και μου έδωσες το γκρι μπουφάν. Κατακαλόκαιρο.