William Sloane, “The Rim of Morning”
Το βιβλίο το έπιασα με μια μεγάλη προσμονή ύστερα από κάποια σχετική κριτική. Επανέκδοση ενός διαμαντιού της δεκαετίας του ’30, παραγνωρισμένο, που έρχεται τώρα να διεκδικήσει το μερίδιο της αναγνώρισης που του αξίζει. Τέτοιες υποσχέσεις ρίχνουν και τον πιο δύσπιστο βιβλιόφιλο. Και ήταν μια υπόσχεση που τελικά καλύφθηκε και με το παραπάνω.
Στις δύο ιστορίες του τόμου θα διάβαζα μια μίξη επιστημονικής φαντασίας με τρόμο. Ένας συνδυασμός που, δεδομένης της εποχής, παραπέμπει στον κοσμικό τρόμο (cosmic horror) του Λάβκραφτ. Στην πρώτη ιστορία ο πρωταγωνιστής αφηγείται ένα αλλόκοτο ατύχημα ενός ιδιοφυούς καθηγητή αστροφυσικής (ένα περιστατικό που παραπέμπει σε φαινόμενο αυτοανάφλεξης). Μια γυναίκα μπαίνει ανάμεσα στον αφηγητή και τον εξίσου χαρισματικό, μαθηματικό φίλο του, καθώς προσπαθούν να ξεδιαλύνουν ένα αίνιγμα που παίρνει διαστάσεις κοσμικής φρίκης. Η οποία γυναίκα φαίνεται να μην έχει τίποτα κοινό με τον δικό μας κόσμο, με εμφανείς ελλείψεις κοινωνικοποίησης και μια αντίληψη που αγγίζει τα όρια του υπερφυσικού. Στην δεύτερη ιστορία ο ήρωας θα μιλήσει για τις μέρες που έζησε σε ένα σπίτι, στην Αμερικάνικη επαρχία, όπου ο σαλεμένος από τον θάνατο της γυναίκας του ηλεκτροφυσικός φίλος του, έχει κάνει μια ανακάλυψη πέρα από τα σύνορα της δικής μας πραγματικότητας, βάζοντας σε ρίσκο την ανθρωπότητα.
Κάποιος που έχει διαβάσει παλιά Αμερικάνικη λογοτεχνία φανταστικού, θα αναφωνήσει «Λαβκραφτ». Και θα πέσει έξω κατά πολύ. Γιατί ο Σλόαν δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Δεν ακολουθεί συμβάσεις, δεν γράφει μέσα στα στενά όρια του είδους. Η ποιότητα της γραφής του είναι εξόφθαλμα καλή – είναι εξαιρετική. Και κάνει τον Λάβκραφτ να φαντάζει τόσο άτεχνος και παιδικός, αφελής. Τον αγαπάω όμως τον Λάβκραφτ, και είναι ένα σοκ να βλέπω έναν συγκαιρινό του να κάνει ότι εκείνος, μεταφέροντας σε άλλη κλάση πια αυτή την γραφή. Αν θέλω να είμαι επιεικής, θα πω πως εκεί που ο Λάβκραφτ έχει μια φορτωμένη, Γοτθική γραφή, φορτωμένη επίθετα, σχεδόν νευρικός να γίνει φρικιαστικός, ο Σλόαν γράφει με μια ποιότητα που θυμίζει μια μίξη καλών Βρετανών με ολίγη από την ευθύτητα Αμερικάνικης hard boiled noire, τύπου Τσάντλερ: σαρκαστικός, διεισδυτικός, ελίσσεται στον χώρο και τα πρόσωπα με μια εξαιρετική φινέτσα. Ο κόσμος του κάνει σεξ, διασκεδάζει, ανταλλάσσει απολαυστικά πράγματα, δίχως να γίνεται επιτηδευμένος. Ο Σλόαν απογειώνει την φανταστική λογοτεχνία σε ένα επίπεδο που δεν έχω ξαναδεί. Έχει χιούμορ, κινείται με χάρη και οξυδέρκεια στον κόσμο. Οι διάλογοι είναι σύγχρονοι. Νομίζεις πως δεν διαβάζεις ένα βιβλίο γραμμένο 80 χρόνια πριν, άλλα ένα βιβλίο γραμμένο τώρα, σήμερα. Και όχι μόνο λόγω ύφους, αλλά γιατί οι αναφορές που γίνονται σε εκείνη την εποχή έχουν την πρωτοτυπία να μην μεταφέρουν τον πεπαλαιωμένο, ασπρόμαυρο κόσμο, αλλά μια ζωντανή πραγματικότητα, που θαρρείς πως θα απλώσεις το χέρι και θα την πιάσεις. Κάνει όλες τις σημερινές προσπάθειες να μεταφέρουν μια αλλοτινή Αμερική γραφικές.
Η διήγησή του δεν ακολουθεί κανόνες παρά μόνο αυτή της καλή γραφής. Έχει δε έναν απαλό, προσωπικό τόνο: μπολιασμένη, διακριτικά, με μια αναλυτική σκέψη που προσωπικά με ενθουσιάζει. Οι χαρακτήρες είναι έξυπνοι και οι διάλογοι ως επι το πλείστον έχουν τον ορθολογισμό που έχω βρει στον Τζιν Γουλφ και λατρεύω. Φαίνεται προσεκτικός άνθρωπος και οι σκέψεις του αποτυπώνονται στο χαρτί με τον ρυθμό που επιβάλλει ένα θετικό μυαλό.
Ο Σλόαν ήταν γνωστός συντάκτης λογοτεχνικών περιοδικών και επιμελητής ανθολογιών επιστημονικής φαντασίας. Παράλληλα σύστησε κι έναν δικό του εκδοτικό οίκο. Μόνο αυτά τα δύο συγγραφικά δείγματα έχει δώσει, τα οποία έγραψε στον ελεύθερό του χρόνο, τα Σαββατοκύριακα. Πρόκειται από τις λίγες φορές που έχω νιώσει πως ένας συγγραφέας σταμάτησε πρόωρα, με τεράστιες υποσχέσεις. Δεν ξέρω αν θα γινόταν τόσο διάσημος όσο φαίνεται – οι συγκυρίες είναι βάναυσες κι έχουν τον τελευταίο λόγο στην ανάδειξη μεγάλων προσωπικοτήτων. Αλλά θα έδινε έργα τα οποία ακόμα θα στέκονταν σε μια κορυφή ποιότητα και εκλεκτού ύφους, όπως τούτο εδώ. Κρίμα που ο χώρος του φανταστικού δεν άρπαξε τέτοιες ευκαιρίες και έμεινε στην συνείδηση του ευρύτερου κοινού σε ένα εμβρυικό στάδιο, να αναμασά στερεότυπα από γραφιάδες μέτριους.